πάρουλος

πάρουλος
πάρουλος, ον, (οὖλος B)
A somewhat curled, Poll.4.135.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πάρουλος — somewhat curled masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάρουλος — ον Α ο κάπως σγουρός, ο ελαφρά κατσαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + οὖλος (II) «σγουρός, κατσαρός»] …   Dictionary of Greek

  • παρουλότριχος — ον, Μ αυτός που έχει μαλλιά λίγο σγουρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάρουλος «λίγο σγουρός» + τριχος (< θρίξ, τριχός), πρβλ. πολύ τριχος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”